άγδυτος — η, ο αυτός που δε γδύθηκε, ντυμένος: Ήταν τόσο κουρασμένος, που κοιμήθηκε άγδυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγδυτος — η, ο [γδύνω] αυτός που δεν γδύθηκε, ντυμένος … Dictionary of Greek